ἁπλώματα

ἁπλώματα
ἅπλωμα
that which is unfolded
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • пелена — ПЕЛЕН|А (12), Ы с. 1.Пелена для церковного употребления: Попови достоить. хотѧче погрѹжати въ водѣ рѹцѣ собе завити. а не омочитьсѧ. опѧстьѥ. тако же и пелена. КН 1285–1291, 523г; аще иже не на избавлениѥ плѣньникомъ. кѹпу˫а сщ҃ны˫а пелены или… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …   Dictionary of Greek

  • Κοντολέων, Νικόλαος — (Χίος 1910 – Αθήνα 1975). Αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στην Κολονία και στο Μόναχο. Το 1933 κατέκτησε την πρώτη θέση σε διαγωνισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”